- ἄκραντος
- ᾰκραντος, -ον1 not to be fulfilled
οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
n. pl. pro subs.μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
n. pl. pro subs.μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < … Dictionary of Greek
ἄκραντος — unfulfilled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντως — ἄκραντος unfulfilled adverbial ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντον — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc sg ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντοις — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντους — ἄκραντος unfulfilled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράντων — ἄκραντος unfulfilled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντα — ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντοι — ἄκραντος unfulfilled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρανθ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκραντ' — ἄκραντα , ἄκραντος unfulfilled neut nom/voc/acc pl ἄκραντε , ἄκραντος unfulfilled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)